- Κίον
- Κίοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιόν — κίω go aor part act masc voc sg κίω go aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῖον — κίων pillar masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίον — κέω to lie down pres part act masc voc sg (doric) κέω to lie down pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) κίω go pres part act masc voc sg κίω go pres part act neut nom/voc/acc sg κίω go imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κίω go imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίον' — κί̱ονα , κίων pillar masc/fem acc sg κί̱ονι , κίων pillar masc/fem dat sg κί̱ονε , κίων pillar masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιόν, Ελίας ντε- — (Elias de Cyon, 1843 – 1912). Ρώσος φιλόσοφος και φυσιολόγος. Εξαίρετος επιστήμονας και στοχαστής, πραγματοποίησε πολλές ανακαλύψεις στον τομέα της φυσιολογίας, η σημαντικότερη από τις οποίες αφορά τα αγγειοκινητικά νεύρα της καρδιάς. Έγραψε… … Dictionary of Greek
λευκο<ί>κιον — λευκο<ί>κιον, τὸ (Α) λευκό σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + οἰκίον (< οἶκος)] … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
Παβλόφ, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ριαζάν 1849 – Μόσχα 1936). Ρώσος φυσιολόγος. Ήταν γιος παπά και σπούδασε στην ιερατική σχολή της γενέτειράς του. Επηρεάστηκε από τον επαναστατικό φιλελευθερισμό των Ρώσων διανοουμένων της εποχής του κατά της παραδοσιακής παιδείας και απέκτησε… … Dictionary of Greek